- ἀνδρίων
- ἀνδρίονmanikinneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀνδρίων — Ἄνδριος fem gen pl Ἄνδριος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στάγειρα — Αρχαία πόλη στην ανατολική ακτή της Χαλκιδικής, στην κοινοτική περιοχή της Ολυμπιάδας, γνωστή κυρίως ως πατρίδα του Αριστοτέλη. Σε αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης) αναφέρεται και ως (η) Στάγιρος. Το σημερινό χωριό Στάγιρα (άλλοτε Δογαντζή ή… … Dictionary of Greek
αριστοκράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς του Ορχομενού της Αρκαδίας (7ος αι. π.Χ.). Υπήρξε σύμμαχος του Μεσσήνιου Αριστομένη στους αγώνες του εναντίον της Σπάρτης. Τον πρόδωσε δύο φορές στους Σπαρτιάτες. 2. Αθηναίος στρατηγός (; – 406 π.Χ.). Ήταν… … Dictionary of Greek
πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… … Dictionary of Greek
πενία — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
πενιά — Μυθολογική προσωποποίηση της φτώχειας. Τη συναντάει κανείς αρχικά στη νήσο Άνδρο. Όταν ο Θεμιστοκλής έφτασε στην Άνδρο, ενώ καταδίωκε τα λείψανα του περσικού στόλου μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ζήτησε από τους Ανδρίους να του δώσουν χρήματα,… … Dictionary of Greek
Θύσσος — Αρχαία πόλη του Άθω, αποικία των Χαλκιδέων ή των Ανδρίων. Στους Περσικούς πολέμους η Θ. αναγκάστηκε να βοηθήσει τον Ξέρξη στη διάνοιξη της διώρυγας απ’ όπου πέρασε ο περσικός στόλος. Αργότερα συμμάχησε με τους Αθηναίους και το 423 π.Χ. κυριεύτηκε … Dictionary of Greek
Πασχάλης, Δημήτριος — (Άνδρος 1864 – 1944). Έλληνας ιστοριογράφος. Μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας ασχολήθηκε με ιστορικές και αρχαιολογικές μελέτες. Ίδρυσε με δικά του έξοδα το Αρχαιολογικό Μουσείο της Άνδρου, όπου συγκέντρωσε τις… … Dictionary of Greek
Σερρών, νομός — Διοικητική διαίρεση της Ανατολικής Μακεδονίας, της οποίας καλύπτει το δυτικό τμήμα. Συνορεύει στα Β ελάχιστα με τη Γιουγκοσλαβία και κυρίως με τη Βουλγαρία, στα Α με το νομό Δράμας, στα ΝΑ και στα Ν με το νομό Καβάλας και βρέχεται σε μικρή έκταση … Dictionary of Greek
Στάγιρα — Ορεινός οικισμός (464 κάτ., υψόμ. 510 μ.), στην επαρχία Αρναίας του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στο εσωτερικό της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (43 τ. χλμ., 464 κάτ.). Παλιά το χωριό ονομαζόταν Καζαντζή Μαχαλάς. Ήταν γνωστό ακόμα… … Dictionary of Greek